ἀλεξίκακον

ἀλεξίκακον
ἀλεξίκακος
keeping off ill
masc/fem acc sg
ἀλεξίκακος
keeping off ill
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλεξίκακον — Ἀλεξίκακος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”